εφυδάτιος — ἐφυδάτιος, η, ον (ΑΜ) αυτός που βρίσκεται, που ζει στο νερό («Νύμφη εφυδατίη», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑδάτ ιος (< ὕδωρ, ατος)] … Dictionary of Greek
ἐφυδατίη — ἐφυδάτιος in fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)